-
1 ἐλ-λείπω
ἐλ-λείπω, 1) trans., darin zurücklassen; – a) übrig lassen; ἐλπίδα Eur. El. 609; in der Rede übergehen, τοῠτ' αὐτὸ ἡ ζήτησις ἐλλείπει Plat. Polit. 267 c; ὅ τι ἄν τις ἐλλείπῃ λέγων Phaedr. 272 b; ἐλλιπὼν οὐδὲν τῶν δεινοτάτων φανήσεται, es wird sich zeigen, daß er alles Schreckliche gethan hat, Dem. 22, 47; οὐδὲν προϑυμίας Plat. Tim. 70 c, es nicht an gutem Willen fehlen lassen; Aesch. Prom. 341 u. A.; daher – b) unterlassen; μηδέν Soph. Ai. 1358; τὶ τῶν νομίμων Xen. Cyr. 1, 2, 14; οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ οὐ πυϑέσϑαι τῶνδ' ἀλήϑειαν πέρι, Soph. Tr. 90, ich werde nicht unterlassen, nach der Wahrheit zu forschen; οὐκ ἐλλεί. ψει εὐχαριστῶν, er wird nicht unterlassen, sich zu bedanken, Dem. 18, 92, im Psephisma; χρὴ μηδὲν ἐλλείποντα τιμᾶν τοὺς ϑεούς Xen. Mem. 4, 3, 17. – Auch pass., μὴ ἐλλείπεσϑαι εὖ ποιῶν, darin nicht zurückbleiben, Xen. Mem. 2, 6, 5; τὰς εἰςφοράς, die Abgaben zu entrichten unterlassen, damit im Rückstande bleiben, Dem. 24, 172, vgl. 22, 44; ἐλλέλειπταί τι τοῖς νόμοις, fehlt in den Gesetzen, Arist. pol. 2, 6. – c) im Stich lassen, τινά, wie deficere, Pol. 9, 41. 10, 18, oft. – d) ermangeln, hinter dem erforderlichen Maaße zurückbleiben, wie man das oben angeführte προϑυμίας ἐλλ. erkl. kann; πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντός Aesch. Prom. 963; τούτου ἐλλείπομεν, darin stehen wir zurück, Thuc. 1, 80; ἐμπειρίᾳ τινός, an Erfahrung hinter Einem, Plat. Rep. VI, 484 d; Ggstz ὑπεραίρω, Legg. IV, 717 d. – Sp., Pol. 4, 60, 2. – 2) intrau., fehlen; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει Soph. Ant. 581; ἐὰν δέ τισιν ἐλλείπωσι χάριτες Plat. Legg. V, 740 c; ἐν οἷς ἔστι καὶ ἐν οἷς ἐλλείπει I, 632 b; ἐν τῷ ἔργῳ ἐλλείπομεν, wir lassen es an uns fehlen, Thuc. 1, 120; im Ggstze von παρεῖναι Xen. Hier. 1, 28; τὸ ἐλλεῖπον, das Mangelnde, der Mangel, Cyr. 1, 5, 13; τῷ ἐλλείποντι τῆς ἐπιστήμης, aus Mangel an Kenntniß, Thuc. 6, 69; τὰ ἐλλείποντα = ἡ ἔνδεια, Dem. 33, 10; auch impers., Plat. Legg. VIII, 844 b; ὧν ἐνέλειπε τῇ πόλει, woran es dem Staate fehlte, Dem. 18, 302; οὐδὲν ὑμῖν ἐνέλιπε τῶν χρημάτων, ihr habt Alles bekommen, Pol. 11, 28, 4; – entfernt sein, ἥβης ἀκμαίας Aesch. Spt. 10; τοσοῦτον ἐλλείπει τοῠ λυπεῖσϑαι ὥστε καὶ χαίρειν, er ist so weit entfernt sich zu betrüben, daß er sich vielmehr freut, Arist. Eth. 2, 7.
-
2 ελλειπω
(fut. ἐλλείψω, aor. 1 ἐνέλειψα, aor. 2 ἐνέλιπον, pf. ἐλλέλοιπα)1) оставлять (в сохранности)(οὐκ ἐλλέλοιπας ἐλπίδα, sc. φίλοις Eur.)
2) оставлять невыполненным, упускать, пренебрегатьἐλλεῖψαί τι τῶν νομίμων Xen. — отступить в чем-л. от законоположений, нарушить законы;
οὐδὲν προθυμίας ἐ. Aesch., Plat., Plut.; — не щадить никаких усилий;οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μέ οὐ πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ΄ ἀλήθειαν πέρι Soph. — я сделаю все, чтобы узнать всю истину об этом;ἑαυτῷ πολλὰ ἐ. Xen. — отказывать себе во многом;οὐκ ἐλλείψει εὐχαριστῶν Dem. — он не преминет отблагодарить3) упускать, пропускатьτὰ ἐλλελειμένα и τὰ ἐλλειφθέντα Arst. — пропуски, пробелы;
τοῦτο αὐτὸ ἥ ζήτησις ἐλλείπει Plat. — это-то (наше) исследование и упустило из виду4) задерживать платеж, не платитьοἱ ἐλλείποντες Dem. — неисправные должники, неплательщики, недоимщики;ἐλλελοιπέναι τινὰ τῶν ὀψωνίων τοῖς μισθοφόροις Polyb. — задолжать наемным войскам часть жалованья5) быть лишенным, не иметь(χρημάτων Thuc.)
μέ τί σοι δοκῶ ταρβεῖν …;Πολλοῦ γε καὴ τοῦ παντὸς ἐλλείπω Aesch. — уж не кажется ли тебе, что я боюсь? …- Далеко нет, нисколько6) быть неспособным, быть слабым(δι΄ ἀσθένειαν Arst.; διὰ γῆρας Plut.)
μετὰ δέους ἐ. Thuc. — лишиться сил от страха7) отставать, уступать, быть ниже(ἐμπειρίᾳ τινός Plat.)
ὅ ἐλλείπων ἥβης ἀκμαίας Aesch. — не достигший еще юношеской зрелости;μήτε ὑπεραίρειν τῶν εἰθισμένων μήτ΄ ἐ. Plat. — не преувеличивать в соблюдении обычаев, но и не отставать от них;τοσοῦτο ἐλλείπει τοῦ λυπεῖσθαι ὥστε καὴ χαίρειν Arst. — он настолько далек от печали, что даже радуется;тж. med.-pass. ἐλλελειμμένος Soph. — оставшийся позади, отставший;ἐλλείπεσθαί τινος περί τι Plat. — уступать кому-л. в чем-л.8) недоставать, нехватать, отсутствоватьτὸ ἐλλεῖπον Thuc., Xen., Arst., τὰ ἐλλείποντα Dem. и τὰ τῶν ἱκανῶν ἐλλείποντα Xen. — недостаток, нехватка или отсутствие:
αἱρεῖσθαι τοὺς ἐλλείποντας Arst. — выбирать (должностных лиц) на вакантные должности;ὧν ἐνέλειπε τῇ πόλει impers. Dem. — то, в чем государство нуждалось;ἵνα μηδὲν αὐτοὺς ἐλλείπῃ Polyb. — чтобы они ни в чем не ощущали недостатка -
3 ἐλλείπω
A leave in, μόνον.. ἐλλελειμμένον left in a race, S.El. 736; leave behind,οὐδ' ἐλλέλοιπας ἐλπίδα E.El. 609
;τοῖόν σφιν ἐνέλλιπε θέλκτρον ἀοιδῆς A.R.1.515
.2 leave out, leave undone, freq. with neg. Pron. neut.,μηδὲν ἐ. ὅσων χρὴ πονεῖν S.Aj. 1379
;οὐδὲν ἐλλείψουσι.. χειρουργίας Ar.Lys. 673
;λέγε μηδὲν ἐλλείπων Pl.Plt. 269c
, cf. Ti. 17b, X.Mem.4.3.17;ἐ. τι τῶν νομίμων Id.Cyr.1.2.14
; τοῦτ' αὐτὸ ἐ. Pl.Plt. 267c, cf.R. 362d; ἔνια, σμικρά, Id.Cra. 431c, 431d, etc.:—[voice] Pass., Id.Phlb. 18d;τῆς προθυμίας οὐδὲν ἐλλέλειπται Lys.12.99
;εὑρήσει οὐδὲν ἐλλειφθέν D.18.303
.b fail to pay, leave unpaid,ἐλλελοιπότες εἰσφοράν Id.24.172
, cf. Arist. Ath.48.1;τινὰ τῶν ὀψωνίων τοῖς μισθοφόροις Plb.4.60.2
.3 intr., fall short, fail, ;ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει S.Ant. 584
(lyr.);ἤνπερ μὴ 'λλίπωσιν αἱ δίκαι Ar.Pl. 859
;ἐ. ἐν τῷ ἔργῳ Th.1.120
;τοῖς ἱππικοῖς Plb.15.3.5
; opp. περιγίγνεσθαι, Pl. Lg. 740d; opp. πλεονάζειν, Isoc.2.33; opp. ὑπερβάλλειν, Pl.Lg. 719d, Arist.EN 1108b18; fail in duty, X.HG7.5.8, Eq.8.5; τὸ ἐλλεῖπον [τῆς ἐπιστήμης] a deficiency of.., Th.6.69;τὸ ἐ. ἐκπληρώσατε X.Cyr.4.5.39
, etc.; to be too small, Id.Cyn.5.26; ἐλλείπων, ὁ, name of a throw of the dice, Eub.57.4.b Geom., fall short, χωρίῳ by an area, Pl.Men. 87a, cf. Euc.6.27, al.4 c. gen. rei, to be in want of, fall short of, lack,τὸν ἐλλείποντ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας A.Th.10
; ἐ. [χρημάτων] Th.1.80;τῆς δόξης Id.2.61
;τὰ τῶν ἱκανῶν ἐλλείποντα X.Hier.4.8
; τὸ τίμημα ἐνέλιπε τῶν ἑξακισχιλίων διακοσίοις ταλάντοις fell short of the 6000 by 200, Plb.2.62.7; τοσοῦτον ἐλλείπει τοῦ λυπεῖσθαι so far does he fall short of feeling pain, Arist.EN 1108b5; πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω (sc. τοῦ ταρβεῖν) A.Pr. 961: with a neg., προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις ib. 341, cf. Pl.Ti. 20c; : impers., ἐλλείπει πωμάτων there is lack of drink, Id.Lg. 844b; οἷς ἂν τῆς γενέσεως ἐλλείπῃ ib. 740c;ὧν δ' ἐνέλειπε τῇ πόλει.. D.18.302
.5 c.gen.pers., to be inferior to, Pl.Alc.1.122c; ἐμπειρίᾳ μηδὲν ἐκείνων ἐ. Id.R. 484d: also c. gen. rei, τἀνθάδε τῶν ἐκεῖ ἐ. Id.Alc.1.122d.6 folld.by μή c.inf., τί γὰρ ἐ. μὴ παραπαίειν; in what does it fall short of madness? A.Pr. 1056 (anap.);οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ.. πυθέσθαι S.Tr.90
.7 c. part.,ὅτι ἄν τις ἐλλείπῃ λέγων Pl.Phdr. 272b
; οὐκ ἐλλείψει εὐχαριστῶν will not fail to give thanks, Decr. ap. D.18.92: abs., οἱ ἐλλείποντες defaulters, Id.22.44.8 of things, to be wanting or lacking to.., c.dat., X.Mem.2.1.8.II c. acc. pers., ἐλλείπει τινά τι something fails one, Plb.9.41.11;ἵνα μηδὲν αὐτὰς ἐλλείπῃ τῶν ἐπιτηδείων Id.10.18.11
.III [voice] Pass., to be surpassed,ἐλλείπεσθαι εὖ ποιῶν X.Mem.2.6.5
.2 to be wanting, fail, Id.Cyr.6.2.37, Eq.3.8, etc.; to be inferior, Pl.R. 484d: c. gen.,τινὸς εἰς σύνεσιν Id.Amat. 136a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλείπω
См. также в других словарях:
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek